- ποοφάγος
- ος, ο[ν] травоядный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ποοφάγος — ον, Α βλ. ποηφάγος … Dictionary of Greek
ποηφάγος — και ποιοφάγος και ποοφάγος και ποιηφάγος, ον, Α (για ζώα) αυτός που τρώει χλόη («τῶν ζῴων τὰ μὲν ἐστι ποηφάγα, τὰ δὲ θαμνοφάγα», Σεξτ. Εμπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόᾱ / ποίᾱ + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώω»), πρβλ. χορτο… … Dictionary of Greek